- ακρόκαλος
- (I)-η, -ο(για περιοχές) αυτός που δεν έχει κροκάλες, χαλίκια.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + κροκάλη].————————(II)-η, -ο και ακροκαλός, -ή, -όκαλούτσικος, λίγο καλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (ΙΙ) + καλός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακρόκαλος — I (στερ. α + κροκάλη = χοντρό χαλίκι), χωρίς κροκάλες, χωρίς χοντρά χαλίκια: Στο χωριό μου η παραλία ήταν σχεδόν ακρόκαλη. II (άκρος + καλός), αρκετά καλός, αρκετά σοβαρός: Κι ήταν ετούτη (η λαβωματιά) ακρόκαλη κι αίμα πολύ του βγαίνει (… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)